- ῥυμεῖος
- ῥῡμεῖος, α, ον,A of the form of
ῥυμοί 1.2
, neut. pl. ῥυμείια and ῥυμεῖα, IG22.1672.307.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥυμοί 1.2
, neut. pl. ῥυμείια and ῥυμεῖα, IG22.1672.307.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυμείος — εία, ον, Α [ῥυμός] 1. ο όμοιος με ρυμό, με κούτσουρο 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ῥυμεῑα και ῥυμείια τα μονόξυλα … Dictionary of Greek